- τριτεγγύησις
- (-εως) η юр. аваль, вексельное поручительство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτεγγύηση — η, Ν (εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον… … Dictionary of Greek